-
1 δια-κύπτω
δια-κύπτω, sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
-
2 διακυπτω
1) высовываться в окно Arph.2) выглядывать наружу(διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες)
διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. — выглянув в окошко тюрьмы